σεντονιάζω

σεντονιάζω
μετ. подшивать простыню (к одеялу); надевать пододеяльник (на одеяло)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σεντονιάζω" в других словарях:

  • σεντονιάζω — τυλίγω με σεντόνι: Σεντονιάζω το πάπλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεντονιάζω — / σινδονιάζω, ΝΑ [σεντόνι / σινδόνιον] νεοελλ. ράβω σεντόνι πάνω σε πάπλωμα ή σε άλλο κλινοσκέπασμα αρχ. καλύπτω, περιβάλλω με σινδόνιον, με λεπτό λευκό ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • σεντόνιασμα — το, Ν [σεντονιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σεντονιάζω …   Dictionary of Greek

  • σινδονιάζω — Α βλ. σεντονιάζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»